συγχορηγώ

συγχορηγώ
-έω, Α [χορηγῶ]
1. είμαι χορηγός μαζί με άλλον, είμαι συγχορηγός
2. συνεισφέρω σε κάτι («τοῑς δὲ σοῑς γάμοις καὶ βασιλεῑς... συγχορηγοῡσιν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”